- τενόντιος
- ος , ον сухожильный, относящийся к сухожилию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τενόντιος — α, ο, Ν [τένων, οντος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τένοντες («τενόντιες ίνες») 2. φρ. α) «τενόντια άτρακτος» ανατ. αισθητήριο όργανο τής μυϊκής αίσθησης β) «τενόντια έλυτρα» ανατ. ορογόνοι σωληνοειδείς σχηματισμοί με διπλό τοίχωμα οι… … Dictionary of Greek